- επιτροπεύσιμος
- -η, -ο (Α ἐπιτροπεύσιμος, -ον) [επιτροπεύω]αυτός που χρειάζεται να επιτροπευθεί, που έχει ανάγκη επιτροπείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιτροπεύσιμος, -η — ο που μπορεί να επιτροπευτεί, που είναι ανάγκη ή αξίζει να επιτροπεύεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)